Στείλτε μας Email στο admin@diktioaristera.gr

Οι πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια των μνημονίων, καθώς και ο υψηλός πληθωρισμός που καταγράφεται την τελευταία τριετία έχουν οδηγήσει σε υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου για την πλειοψηφία των νοικοκυριών στη χώρα μας.

Πολυάριθμα στοιχεία και μελέτες δείχνουν ότι η αύξηση του ΑΕΠ που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, καθώς και οι αυξήσεις που δόθηκαν στους μισθούς, κυρίως στον κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα, όχι μόνο δεν κάλυψαν το χαμένο έδαφος της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά δεν οδήγησαν και στην αναπλήρωση των απωλειών από τις μεγάλες αυξήσεις σε αγαθά και υπηρεσίες τα τελευταία χρόνια.

Ποια είναι η εικόνα του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα

Πλέον η Ελλάδα κατατάσσεται στην προτελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat που αφορούν το 2023. Όπως αναφέρει σχετική ανάλυση του Ινστιτούτου ΕΝΑ (1), «το πιο προβληματικό σημείο που αναδεικνύουν τα στοιχεία δεν είναι η χαμηλή θέση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δημοσιονομική κρίση και τα μνημόνια, αλλά η στασιμότητα. Παρά το τέλος των μνημονίων και τους θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που ακολούθησαν, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να καλύψει παρά μόλις μία μονάδα απόστασης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο: από 66% το 2018 κατάφερε να φτάσει το 67% πέρυσι». Και η εξήγηση που δίνεται για αυτήν την εξέλιξη είναι ότι, «η αύξηση των τιμών δεν επιτρέπει στην αύξηση του ΑΕΠ να μεταφραστεί σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου, όπως τουλάχιστον μετριέται από τις μονάδες αγοραστικής δύναμης».

Πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat (2) δείχνουν ότι το 2023 στη χώρα μας το μέσο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικούς όρους ήταν μειωμένο κατά 28,4% σε σχέση με το 2010, όταν σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε αυξηθεί κατά 18,5% το ίδιο διάστημα. Επίσης το 87,6% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντιμετωπίζει δυσκολίες προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, όταν συνολικά στην ΕΕ το ποσοστό αυτό φτάνει στο 45,4%.

Οι πληγές που έχει αφήσει στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο η δημοσιονομική κρίση αρχικά, και ο υψηλός πληθωρισμός στη συνέχεια, αποτυπώνονται και στην Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ (3), σύμφωνα με την οποία η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών εμφανίζεται μειωμένη κατά 20,5% το 2023 σε σύγκριση με το 2008, παρά την αύξηση της κατά 5,3% σε σχέση με το 2022.

Ο πληθωρισμός, εκτός της διάβρωσης της αγοραστικής δύναμης, έπληξε δυσανάλογα τα φτωχά νοικοκυριά, ενώ διεύρυνε την απόσταση των πλουσίων από όλες τις άλλες εισοδηματικές ομάδες όπως επισημαίνει σχετική μελέτη του ΚΕΠΕ (4). Ειδικότερα, «την περίοδο 2020-2022, το μέσο επίπεδο των τιμών για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών είχε αυξηθεί κατά 15,6% έναντι 14,7% του μέσου όρου, ενώ κατά το 2022 ο πληθωρισμός των φτωχότερων νοικοκυριών ήταν υψηλότερος του μέσου όρου κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες. Το αντίθετο ισχύει για το πλουσιότερο 20% και 10% των νοικοκυριών. Η σωρευτική αύξηση των τιμών την περίοδο 2020-2022 διαμορφώθηκε σε 13,7% και 13,1%, αντίστοιχα, ενώ από το 2020 έως και το 2023 ο ΔΤΚ των πλουσιότερων νοικοκυριών υπολείπεται του μέσου όρου. Το 2022 το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών αντιμετώπισε πληθωρισμό κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο του μέσου όρου και κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα του πληθωρισμού των φτωχών». Εξέλιξη αν μη τι άλλο αναμενόμενη, καθώς οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών παρατηρήθηκαν στα τρόφιμα και στις δαπάνες για στέγαση όπου, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το μερίδιο της μέσης δαπάνης των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 55,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 24,8%.

Η κατάσταση με τις τιμές συνεχίζει να παραμένει ανησυχητική καθώς ο πληθωρισμός αναζωπυρώθηκε τους τελευταίους μήνες και σύμφωνα με την Eurostat ανήλθε στο 3,1% το Σεπτέμβριο, σχεδόν διπλάσιος από τον πληθωρισμό της ευρωζώνης (1,7%) ενώ ήταν η πέμπτη υψηλότερη μεταβολή τιμών μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (5).

Μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας, αύξηση μισθών και παραγωγικότητας της οικονομίας

Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στη χώρα μας περνάει μέσα από δύο επιλογές: την ουσιαστική αύξηση των εισοδημάτων και τον έλεγχο των κερδοσκοπικών φαινομένων στην αγορά, ενώ κρίσιμο είναι το ζήτημα της αύξησης της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 27% περίπου την τελευταία πενταετία πέραν του ότι δεν καλύπτει την αύξηση των τιμών στην βασική κατηγορία δαπάνης, αυτή για τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά (+33,76% την περίοδο Οκτώβριος 2019-Σεπτέμβριος 2024), δεν αφορά παρά ένα μόνο τμήμα των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα (περίπου 560.000 άτομα). Οι περισσότεροι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και στον δημόσιο, δεν έχουν δει ανάλογες αυξήσεις στις αμοιβές τους με αποτέλεσμα να διαβρώνεται περαιτέρω η αγοραστική τους δύναμη. Όπως επισημαίνει σχετική ανάλυση του Ινστιτούτου ΕΝΑ (6), «η αύξηση του μέσου μισθού κατά 6,34% το 2023 υπερβαίνει την μέση ετήσια αύξηση του γενικού δείκτη τιμών του 2023 (3,5%) αλλά υπολείπεται σημαντικά της αύξησης του δείκτη τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών (11,6%)». Ενδεικτικό των χαμηλών αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα είναι και το στοιχείο που αναδεικνύει ότι η πλειοψηφία των μισθωτών εξακολουθεί να αμείβεται αρκετά κάτω από τον μέσο μισθό, ο οποίος ανήλθε στα 1.251 ευρώ το 2023.

Για να αυξηθεί συνολικά το επίπεδο των μισθών είναι απαραίτητη η ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων, με την άρση των όποιων περιορισμών και εμποδίων θεσμοθετήθηκαν την περίοδο των μνημονίων και παραμένουν σε ισχύ. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή τη στιγμή οι συλλογικές συμβάσεις δεν καλύπτουν πάνω από το 30% των εργαζομένων, ένα από χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη, όταν η ευρωπαϊκή οδηγία 2022/2041 ορίζει ότι το ποσοστό κάλυψης πρέπει να φτάσει το 80% μέχρι το 2030.

Βέβαια, κεντρικό ρόλο στη διαρκή και βιώσιμη άνοδο των αμοιβών θα διαδραματίσει η αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας η οποία παρουσιάζει σημαντική υστέρηση σε σχέση με την ΕΕ. Όπως αναφέρει σχετική ανάλυση του Ινστιτούτου ΕΝΑ (7), «σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του 2021, κάθε απασχολούμενος στην Ελλάδα παρήγαγε αξία 23 χιλιάδων ευρώ ετησίως, έναντι 60,2 χιλιάδων ευρώ στην ΕΕ, δηλαδή βρίσκονταν στο 38,3% του μέσου όρου. Αυτή η υστέρηση παραγωγικότητας, σε συνδυασμό με την άνιση διανομή, είναι και ο βασικότερος λόγος του χαμηλότερου μισθού στη χώρα μας που φτάνει τις 16,1 χιλιάδες ευρώ ετησίως έναντι 33,6 χιλιάδων ευρώ στην ΕΕ, δηλαδή στο 48% του μέσου όρου». Η άνοδος της παραγωγικότητας έρχεται με αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων που θα εκσυγχρονίζουν την παραγωγική βάση της χώρας και θα ενισχύουν την ανταγωνιστικότητά της. Όμως οι επιδόσεις και σε αυτόν τον τομέα δεν είναι ενθαρρυντικές παρά την ύπαρξη του Ταμείου Ανάκαμψης, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να εξακολουθεί να βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ύψος των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ.

Σχετικά με την αντιμετώπιση της ακρίβειας, στη δημόσια σφαίρα έχουν προταθεί ποικίλα μέτρα αντιμετώπισης της είτε άμεσης είτε μεσο-μακροπρόθεσμης απόδοσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσφατη παρέμβαση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε) (8) η οποία εστιάζει, μεταξύ άλλων, στη μείωση των έμμεσων φόρων σε βασικά αγαθά, στη διαφάνεια στις τιμές και στην παρακολούθηση τομέων που συνεισφέρουν σημαντικά στην πληθωριστική κλιμάκωση και επιδρούν αντιαναπτυξιακά (όπως π.χ. η ενέργεια, οι κατασκευές, τα επιτόκια). Παράλληλα, προτείνονται μέτρα για τη μείωση των ανισοτήτων και την ενίσχυση των εισοδημάτων, καθώς και μέτρα για την ανάδειξη νέων κινήτρων για την τόνωση της απασχόλησης ημεδαπών και αλλοδαπών σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας. Επίσης, για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης, επιτακτική θεωρείται η πραγματοποίηση επενδύσεων για την προστασία από τις φυσικές καταστροφές, η ενίσχυση των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο κλάδο αγροδιατροφής και τροφίμων και η χρηματοδότηση παρεμβάσεων για την ενεργειακή αναβάθμιση και την αυτονομία της ελληνικής βιομηχανίας.

* H ανάλυση δημοσιεύθηκε πρωτότυπα στο περιοδικό Epsilon7

Πηγές

https://enainstitute.org/publication/anti-gia-oikonomiko-thavma-tis-ee-i-el/
https://ec.europa.eu/eurostat/documents/15216629/20161003/KS-01-24-001-EN-N.pdf/d0998edb-fc06-d7d4-8e78-d34ba2ed5608?version=1.0&t=1728563187288
https://www.statistics.gr/documents/20181/39061360-0628-c0f3-28f0-f2d52a2dac12
https://shorturl.at/LoAfV
https://ec.europa.eu/eurostat/web/products-euro-indicators/w/2-17102024-ap
https://enainstitute.org/publication/oi-amoives-ton-misthoton-2022-2023-focus-ena-oikono/
https://enainstitute.org/publication/thetikes-arnitikes-apokliseis-tis-ell/
https://www.oke.gr/sites/default/files/o.k.e.-_gnomi_protovoylias-_akriveia_t.pdf