Το διάβασα στην «Εποχή» και κατάλαβα ότι με εκφράζει αρκετά, γι αυτό και το αναδημοσιεύω, χωρίς φόβο και πάθος και με σεβασμό οπωσήποτε στην όποια διαφορετική άποψη.

 

Δεν σας αρέσει ο Καρράς; Δεν σας αρέσει η τραπ; Όλα αυτά ακούγονται υποκριτικά, αν όχι ύποπτα. Δεν έχετε νιώσει λοιπόν καψούρα; Α ναι; Και τι ακούγατε όταν τη νιώσατε; Ο Νικ Κέιβ τραγουδάει αγγλικά και η καψούρα είναι λέξη και έννοια αποκλειστικά ελληνική. Ο Leonard Cohen τραγουδάει ακόμα περισσότερο αγγλικά! Ομολογήστε λοιπόν. Όχι; Γιατί προσπαθείτε να διαφέρετε; Τι προσπαθείτε να αποδείξετε; Μήπως τελικά είστε ελιτιστής; Ποιος νομίζεις πως είσαι;

Δεν είμαι σίγουρος πότε ξεκίνησε αυτή η προστακτική της κοινής αποδοχής. Αυτό που ξέρω είναι πως δεν μας περιλαμβάνει. Και αυτό δεν το γράφω απολογητικά. Επιθετικά το γράφω μάλλον. Αυτή η συνθήκη που σου ζητά να αποδεχτείς κοινές αλήθειες (που κανείς δεν γνωρίζει ποιος τις προσδιόρισε ως τέτοιες) αλλιώς κάτι δεν πάει καλά με σένα. Για όσους μεγάλωσαν στα ελληνικά 90s (φαντάζομαι το ίδιο για πριν και για μετά) η κυρίαρχη τότε κουλτούρα, αυτή που σήμερα προσπαθεί να επιβάλει μια κοινή αποδοχή, ήταν το κύριο σημείο αντίθεσης πάνω στο οποίο δομήθηκε η ταυτότητά μας. Το σκυλαδοpop, η ιδιωτική τηλεόραση, οι συγκεκριμένοι όροι lifestyle και διασκέδασης δεν ήταν απλώς κάτι το οποίο δεν μας αφορούσε. Ήταν όλα όσα αποφεύγαμε, όλα όσα δεν θέλαμε να γίνουμε. Στην μοναξιά του σχολείου, στην μοναξιά της ηλικίας ωρίμανσης αναζητούσαμε την αρχή ενός άλλου τρόπου ζωής. Μιας ζωής που είχε να κάνει με την μουσική, το σινεμά, τα βιβλία αλλά μαζί και έναν κώδικα που σύντομα θα διεκδικούσε τις διαστάσεις μιας καθημερινής ζωής. Θα όριζε τις σχέσεις και τις φιλίες, τον τρόπο που συναναστρεφόμαστε, τις πολιτικές ευαισθησίες και τελικά κάθε πτυχή μας. Και η μουσική που ακούγαμε τότε -για πολλούς η μουσική που ακούμε ακόμα και τώρα- βρισκόταν στο κέντρο αυτής της οικοδόμησης του εαυτού. Με όρους απόλυτους και φανατικούς, με όρους διεκδίκησης μιας ταυτότητας.

Ο φανατισμός της επιλογής καταλαγιάζει μετά τα 30 άντε τα 35. Δεν είναι πως ξαφνικά πράγματα που βρίσκεις άσχημα ακόμα και γελοία σού γίνονται πιο αρεστά. Είναι πως δεν φανατίζεσαι. Ξέρεις πως υπάρχουν και πως θα συνεχίσουν να υπάρχουν, πως δεν σε απειλούν, δεν συνδιαλέγονται με την ύπαρξή σου και τελικά παίζουν τον ίδιο ρόλου που θα έπαιζαν με το να μην υπήρχαν ποτέ. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως τα αποδέχεσαι. Σε καμία περίπτωση δεν τα αποδέχεσαι. Όπως και όλους αυτούς που σε εγκαλούν και σου ζητούν να αποδεχτείς.

Όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό, τόσο στην πολιτική όσο και στην κοινωνική σφαίρα, ο ελιτισμός -ή μάλλον το σύνολο των πραγμάτων που περιγράφουν ως τέτοιο- προκύπτει ως ο απόλυτος ψόγος. Ως μια αφ’ υψηλού στάση που περιγράφει μια μερίδα ανθρώπων που συνειδητά διαχωρίζουν τον εαυτό τους από τον λαό ώστε επικυρώσουν την ανωτερότητά τους. Μια μερίδα ηδονίζεται με τα μεγάλα πολιτικά κείμενα, τις αριστερές πολιτικές διαδικασίες, μια μερίδα που δεν αποδέχεται την αξία της μαζικής μουσικής και το χειρότερο πως όλα αυτά τα εκφράζει.

Η γελοία αυτή κατηγορία στην πραγματικότητα ταυτίζει διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους για να δικαιολογήσει την ίδια της την προχειρότητα. Ταυτίζει το λαϊκό με το μαζικό περιγράφοντας το γούστο ως περίπου ζήτημα δημοκρατίας. Η αρχή της πλειοψηφίας γίνεται αρχή του ωραίου. Αντικαθιστώντας τελικά την ποιότητα με την ποσότητα μέσα σε μια χυδαία εξίσωση χωρίς έδαφος και ενάντια στη λογική. Σε πολιτικό επίπεδο τα πράγματα είναι ακόμα πιο προβληματικά, αν όχι επικίνδυνα. Γιατί εδώ το κοινά αποδεκτό, αυτό το οποίο προσπαθεί να περιγράψει τον εαυτό του ως κοινό τόπο και ως αυτονόητο είναι στην πραγματικότητα η ηγεμονική πολιτική αφήγηση. Μια πολιτική κουλτούρα που φορά δανεικά ρούχα μιμούμενη το κυρίαρχο μοντέλο. Ένας ατομικισμός εκφρασμένος ως νεοφιλελεύθερη πολιτική, ως πολιτικός αμοραλισμός και ως κοινωνική αδιαφορία.

Απέναντι σε όλα αυτά στεκόμαστε και ομολογούμε: Ναι είμαστε ελιτιστές. Απαιτούμε μια αισθητική πρόταση διαφορετική από το κυρίαρχο παράδειγμα, διεκδικούμε μια πολιτική αντίληψη που δεν θεωρεί ως μόνη αφήγηση την νεοφιλελεύθερη οργάνωση της κοινωνίας. Τραγουδώντας σε απόλυτα ελιτίστικα αγγλικά μαζί με τον Leonard Cohen:

I don't like your fashion business, mister
And I don't like these drugs that keep you thin
I don't like what happened to my sister
First we take Manhattan, then we take Berlin