Το ΚΥΣΕΑ έκλεισε τη χρονιά εγκρίνοντας ακόμη ένα πακέτο εξοπλισμών που φτάνει το 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ, σε μια χώρα όπου τα δημόσια ταμεία στενάζουν και βασικές κοινωνικές ανάγκες παραμένουν σταθερά σε δεύτερη μοίρα.
Υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η συνεδρίαση άναψε το πράσινο φως για μια σειρά προμηθειών που εδραιώνουν την εξάρτηση της Ελλάδας από ξένες αμυντικές βιομηχανίες, χωρίς ουσιαστικό όφελος για την εγχώρια παραγωγή και χωρίς δημόσια συζήτηση για το πώς αυτές οι δαπάνες επηρεάζουν τη συνολική κοινωνική και οικονομική ισορροπία.
Κεντρικό στοιχείο της απόφασης ήταν η αγορά 36 ισραηλινών συστημάτων πολλαπλών εκτοξευτών PULS, συνολικής αξίας 690 εκατ. ευρώ, μέσω απευθείας ανάθεσης στην Elbit Systems. Πρόκειται για όπλα με βεληνεκές έως 300 χλμ., σε μια στιγμή που η επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα και η συστηματική εφαρμογή της γενοκτονικής πολιτικής του απέναντι στον λαό της Παλαιστίνης εγείρουν σοβαρά ηθικά και πολιτικά ζητήματα για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που συνεχίζουν να ενισχύουν την ισραηλινή πολεμική βιομηχανία.
Παράλληλα εγκρίθηκε πενταετές πρόγραμμα τεχνικής υποστήριξης των γαλλικών Rafale ύψους 580 εκατ. ευρώ, προμήθεια 52 συστημάτων RAM αξίας 74 εκατ. ευρώ, αναβάθμιση μη επανδρωμένων οχημάτων ναρκοπολέμου για τα ναρκοθηρευτικά του Πολεμικού Ναυτικού με κόστος 20 εκατ. ευρώ, καθώς και αναβαθμίσεις σε πυροβόλα των φρεγατών MEKO και τεχνική υποστήριξη για τα επιθετικά ελικόπτερα Apache. Όλα αυτά συνθέτουν έναν ακόμη κύκλο ενίσχυσης οπλικών συστημάτων που δεν συνοδεύεται από καμία σοβαρή πρόβλεψη ενίσχυσης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, η οποία παραμένει διαχρονικά στο περιθώριο.
Την ίδια στιγμή, στο πεδίο του ευρωπαϊκού μηχανισμού SAFE, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με την κριτική των ίδιων των ευρωπαϊκών οργάνων. Η Ελλάδα ήταν η μοναδική από τα 19 κράτη-μέλη που δέχθηκε παρατηρήσεις για τα σχέδιά της, με τη Γενική Διεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας να ζητά επαναυποβολή προτάσεων, επειδή η Αθήνα εμφανίστηκε να διεκδικεί σχεδόν τριπλάσιο ποσό από αυτό που είχε αρχικά εγκριθεί. Η απόρριψη 25 ελληνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων ύψους 2,95 δισ. ευρώ από την ομάδα εργασίας SAFE αποκαλύπτει όχι μόνο διοικητικές αστοχίες, αλλά και μια ευρύτερη στρατηγική που φουσκώνει συνεχώς τους αμυντικούς προϋπολογισμούς χωρίς σοβαρό σχέδιο, την ώρα που η κοινωνία πιέζεται από ακρίβεια, ελλείψεις στο ΕΣΥ και υποχρηματοδοτημένες υποδομές. Ο υπουργός Άμυνας Νίκος Δένδιας ενημέρωσε για την πορεία των προγραμμάτων του ΕΛΚΑΚ, αλλά το ζήτημα παραμένει: αντί για μια συνεκτική πολιτική ενίσχυσης της εγχώριας τεχνογνωσίας, η Ελλάδα διολισθαίνει σε μια διαρκή αγορά έτοιμων λύσεων από πολυεθνικές, μετατρέποντας τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό σε έναν φαύλο κύκλο εξάρτησης και υπερχρέωσης.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι αποφάσεις του ΚΥΣΕΑ επιβεβαιώνουν μια πορεία κατά την οποία οι εξοπλιστικές δαπάνες λειτουργούν σαν μια παράλληλη οικονομία, απρόσβλητη από τις κοινωνικές προτεραιότητες και αδιαφανή στις πραγματικές της επιπτώσεις.
Καθώς οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στρέφονται ολοένα και περισσότερο προς την στρατιωτική βιομηχανία και την πολεμική προετοιμασία.ειρήνη, αντί για την αποκλιμάκωση και την ανάγκη ανακατεύθυνσης πόρων σε κοινωνικές ανάγκες, η Ελλάδα επιλέγει να παίξει ρόλο πρωτοπόρου και επενδύει δισεκατομμύρια σε συστήματα μακράς εμβέλειας, επιχειρώντας υποτίθεται να αποκτήσει «στρατηγικά πλεονεκτήματα» σε μια περιοχή που χρειάζεται το ακριβώς αντίθετο: Σταθερότητα, διπλωματία και μια πολιτική ασφάλειας προσανατολισμένη στην ανθρώπινη ζωή. Όχι στην κούρσα εξοπλισμών.