«Ούτε αριστερά, ούτε δεξιά». Με το βιβλίο του αυτό ο Ζέεβ Στέρνχελ, Πολωνοεβραίος ιστορικός, το 1983 προχώρησε σε μια ιδιαίτερη ανατομία του γαλλικού φασισμού στον Μεσοπόλεμο. Ανέδειξε τη διάχυση –θα μπορούσε να πει κανείς ακόμη και την ηγεμονία– των φασιστικών ιδεών στη Γαλλία και τον τρόπο που η επίκληση της υπέρβασης του 1789, της τομής δηλαδή μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, συνετέλεσε στην κατεύθυνση αυτή.
Το «ούτε, ούτε» στον Μεσοπόλεμο ήταν ο κοινός τόπος της εμφάνισης του φασισμού ως μιας τρίτης κατάστασης, της υπέρβασης δηλαδή των παλιών διαιρέσεων με στόχο τη νέα «ενότητα» του έθνους και του λαού.
Είναι πιθανό ότι όσοι χρησιμοποιούν σήμερα τη φράση «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά» αγνοούν τη φορτισμένη γενεαλογία της. Αυτή έχει μετασχηματιστεί σε ένα εύπεπτο σλόγκαν, το οποίο περιγράφει την απάντηση του κοινού νου που ζητάει άμεσα αποτελέσματα και όχι ιδεολογικά τσιτάτα. Τη χρησιμοποίησε ο Μακρόν το 2017 στην προεκλογική του εκστρατεία προσθέτοντας το «μπροστά», τη βλέπουμε σήμερα να διαποτίζει τον δημόσιο λόγο στη χώρα μας.
Το «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά, μόνο μπροστά» –μια αντιγραφή δηλαδή του Μακρόν– είναι το σύνθημα της Πλεύσης Ελευθερίας· διατυπώθηκε –με μια ελαφρά παραλλαγή– από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στα 50 χρόνια της Νέας Δημοκρατίας· συνιστά τη μόνιμη επωδό των τοποθετήσεων της Μαρίας Καρυστιανού.
Το «ούτε, ούτε» στη σύγχρονη ελληνική εκδοχή δεν παραπέμπει στο Κέντρο. Αν το παρακολουθήσουμε, φαίνεται να συναρθρώνει παραδοσιακές αξίες, την προτεραιότητα του έθνους και μια λαϊκή απαίτηση να τελειώνουμε με το «παλιό». Το «παλιό» μπορεί να είναι τα πολιτικά κόμματα γενικώς και αορίστως, αλλά ταυτίζεται κυρίως με μια κριτική στις αξίες και στις προτεραιότητες της Αριστεράς.
Για να το πω πιο απλά: το «ούτε, ούτε» περιγράφει κατεξοχήν την Αριστερά ως τον χώρο που είναι κολλημένος σε παρωχημένες ιδεολογικές αναφορές, διαιρετικός εξαιτίας της επιμονής στην ταξική ανάλυση και με μια ατζέντα –τα δικαιώματα είναι ο κατεξοχήν στόχος– που μας κρατάει πίσω. Και το πρόβλημα για την Αριστερά είναι πολύ σαφές: το «ούτε, ούτε» φαίνεται να συγκινεί τις κοινωνικές τάξεις και δυναμικά στρώματα, όπως η νεολαία, που η ίδια επιθυμεί –διακηρυκτικά– να εκπροσωπεί.
Ιστορικά και συγχρονικά, η ανάδυση του «ούτε, ούτε» τροφοδοτεί δύο τάσεις στον χώρο της Αριστεράς. Η πρώτη επιμένει στην πολιτική ως υπόθεση αρχών και, άρα, ιδεολογικής συνέπειας –συχνά με τίμημα την περιθωριοποίησή της. Η δεύτερη τείνει προς τη σιωπηλή ή και εμφατική αποδοχή του σχήματος: ο λαός κάτι μας λέει και πρέπει να το ακούσουμε. «Οσα είπαμε παλιά» –για να παραφράσω τον ποιητή Μάρκο Μέσκο– «δεν ισχύουν». Κατά συνέπεια, η Αριστερά πρέπει να συμπλεύσει, να αποδεχθεί δηλαδή τάσεις αντι-πολιτικής, κοινωνικού συντηρητισμού και εθνικής υπερηφάνειας.
Οι δύο αυτές τάσεις, όσο διαφορετικές και αν εμφανίζονται, είναι προϊόντα μιας στρατηγικής ήττας: την υποχώρηση μιας παράδοσης όπου η Αριστερά επιτύγχανε –μέσα από μαζικά κόμματα με παιδαγωγικό ρόλο όπως το ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ή η ΕΔΑ– τη σύζευξη πρωτοπορίας και λαϊκότητας. Την εποχή δηλαδή που το ιδεολογικό της φορτίο δεν εμφανιζόταν ως μια ιδιοτροπία μιας διανοητικής ελίτ, αλλά ως ένα κοινωνικό ρεύμα του «μπροστά».
Σήμερα, όμως, αυτή η μορφή πολιτικού κόμματος έχει κλείσει τον κύκλο της. Και οι τρόποι πολιτικοποίησης είναι ριζικά διαφορετικοί. Ενα παράδειγμα: Στη θεατρική σκηνή της Αθήνας οι θεματικές που αποτελούν τα προνομιακά πεδία της Αριστεράς προσελκύουν μεγάλα ακροατήρια. Ωστόσο, το κοινό αυτό –που ταυτίζεται με κείμενα γύρω από τη Γάζα, την έμφυλη καταπίεση, την εργασιακή εκμετάλλευση– δεν μεταφράζει την ατζέντα αυτή σε εκπροσώπηση μέσω των κομμάτων της Αριστεράς. Το αίτημα για δικαιοσύνη μπορεί άνετα να εκφραστεί από πολιτικά σχήματα και πρόσωπα που τοποθετούνται για το θέμα με όρους ποινικού λαϊκισμού ή και χειροπιαστής εκδίκησης.
Η απάντηση αυτή είναι, για να συνεννοούμαστε, αντιδραστική. Αλλά προκύπτει από ένα κενό. Τροφοδοτείται από μια κρίση εκπροσώπησης, στην οποία η Αριστερά είναι ανίκανη να μεταφράσει τη γενικευμένη εμπειρία της αδικίας σε πολιτικό σχέδιο.
Το δίλημμα, λοιπόν, δεν είναι αν θα απορρίψει ή θα υιοθετήσει το «ούτε, ούτε». Είναι αν θα συνεχίσει να ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια αυτάρεσκη επίκληση αρχών και σε μια άκριτη προσαρμογή στον «κοινό νου» ή θα επιλέξει τον δύσκολο δρόμο της πολιτικής. Αυτόν που απαιτεί σύγκρουση με τις συντηρητικές εντέλει κοινοτοπίες γύρω από το τέλος των ιδεολογιών, αλλά και διεκδίκηση –στην πράξη– ώστε οι όποιες αξίες της Αριστεράς να συνδέονται με πραγματικά κοινωνικά αιτήματα. Ούτε συνθήματα, λοιπόν, ούτε εκπτώσεις.
Δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ