Τον Μάρτιο του 2025, μια σκιώδης επιχείρηση μαζικών απελάσεων εξελίχθηκε από την κυβέρνηση Τραμπ με στόχο εκατοντάδες Βενεζουελάνους μετανάστες, οι οποίοι είχαν φτάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες ζητώντας άσυλο. Σχεδόν 250 άνδρες απελάθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και οδηγήθηκαν όχι πίσω στην πατρίδα τους, αλλά σε μια χώρα με την οποία δεν είχαν καμία σχέση — το Ελ Σαλβαδόρ. Εκεί κρατήθηκαν στη φυλακή υψίστης ασφαλείας CECOT, γνωστή και ως “mega-prison”, διαβόητη για τη σκληρότητα και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η αμερικανική κυβέρνηση επικαλέστηκε τον ξεχασμένο Alien Enemies Act του 1798, έναν νόμο που επιτρέπει την απέλαση «εχθρικών υπηκόων» σε περιόδους πολέμου, παρόλο που οι περισσότεροι από τους απελαθέντες δεν είχαν κανένα ποινικό ιστορικό. Πολλοί βρίσκονταν σε διαδικασία αίτησης ασύλου ή διέθεταν προσωρινή άδεια παραμονής στις ΗΠΑ. Οι απελάσεις πραγματοποιήθηκαν παρά την εν εξελίξει δικαστική απαγόρευση, η οποία αργότερα χαρακτηρίστηκε από διεθνείς οργανισμούς ως παραβίαση της αμερικανικής και διεθνούς έννομης τάξης (AP News, ProPublica, Washington Post).
Οι προσωπικές μαρτυρίες των ανδρών από το εσωτερικό του CECOT είναι καθηλωτικές και φρικιαστικές. Ο Andry José Hernández Romero, ένας 31χρονος καλλιτέχνης μακιγιάζ που ζήτησε άσυλο λόγω διώξεων στην πατρίδα του, βρέθηκε στο CECOT χωρίς να του έχει ασκηθεί καμία κατηγορία. Οι αρχές των ΗΠΑ και του Ελ Σαλβαδόρ θεώρησαν ύποπτα τα τατουάζ του — ανάμεσά τους θρησκευτικά και αισθητικά σύμβολα — ως ενδείξεις συμμετοχής στη συμμορία Tren de Aragua. Η ταυτότητά του ως LGBTQ τον καθιστούσε στόχο μέσα στη φυλακή, όπου υπέστη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση (The Guardian).
Παρόμοια ήταν η περίπτωση του José Manuel Ramos Bastidas, ο οποίος είχε ταξιδέψει στις ΗΠΑ για να εργαστεί και να στηρίξει την άρρωστη κόρη του. Παρά τη νόμιμη του παρουσία, απελάθηκε χωρίς ακρόαση. Ο Leonardo José Colmenares Solórzano, επίσης 31 ετών, περιγράφει σκηνές όπου του έριξαν βρώμικο νερό στον ακουστικό πόρο, τον ανάγκασαν να γονατίζει και να γλείφει την πλάτη συγκρατουμένων. Οι πράξεις αυτές είχαν σκοπό τον εξευτελισμό και την απόσπαση "ομολογιών" περί συμμετοχής σε εγκληματικές ομάδες, χωρίς κανένα πραγματικό στοιχείο (ProPublica, The Guardian).
Η περίπτωση του Kilmar Armando Ábrego García, υπηκόου Ελ Σαλβαδόρ με άδεια παραμονής στις ΗΠΑ, αποκάλυψε την αυθαιρεσία του συστήματος: απελάθηκε "κατά λάθος" και κρατήθηκε στο CECOT, παρόλο που δικαστήριο είχε απαγορεύσει τη μεταφορά του. Έπειτα από πιέσεις και νομικές ενέργειες, επαναπατρίστηκε με έξοδα του αμερικανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης και η υπόθεσή του έγινε σημείο αναφοράς για παραβιάσεις του Habeas Corpus (Wikipedia).
Σύμφωνα με εσωτερικά έγγραφα που αποκάλυψαν η ProPublica και η Texas Tribune, το 80% των ανδρών που απελάθηκαν δεν είχαν ποτέ καταδικαστεί για αδικήματα στις ΗΠΑ. Πολλοί εντοπίστηκαν από την ICE επειδή είχαν θρησκευτικά ή πολιτισμικά τατουάζ. Τα βίντεο TikTok, οι φωτογραφίες και τα μουσικά ενδιαφέροντα (όπως το reggaeton) χρησιμοποιήθηκαν ως "ενδείξεις" εγκληματικής ταυτότητας, χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρο ή διερμηνέα.
Από τις 125 ημέρες κράτησης, οι περισσότεροι επέζησαν με υποσιτισμό, βασανιστήρια και ελάχιστη επαφή με τον έξω κόσμο. «Ήμασταν σε ένα νεκροταφείο ζωντανών», δήλωσε ο Neiyerver Rengel, κουρέας από τη Βενεζουέλα, αμέσως μετά την απελευθέρωσή του (The Guardian).
Τον Ιούλιο του 2025, έπειτα από διπλωματική πίεση και νομικές ενέργειες από οργανώσεις όπως η ACLU και η Democracy Forward (μέσω της υπόθεσης J.G.G. v. Trump), οι περίπου 252 άνδρες αφέθηκαν ελεύθεροι και επαναπατρίστηκαν στη Βενεζουέλα με μια τριμερή συμφωνία ΗΠΑ–Βενεζουέλας–Ελ Σαλβαδόρ. Οι μαρτυρίες τους έχουν ανοίξει νομικές διαδικασίες κατά των αρμόδιων αρχών τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς. Δημοκρατικοί βουλευτές στο Κογκρέσο ζητούν ακρόαση και διερεύνηση πιθανών εγκλημάτων από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς που ενεπλάκησαν στις απελάσεις (Washington Post, AP News).
Η υπόθεση των Βενεζουελάνων του CECOT δεν είναι ένα απλό επεισόδιο μετανάστευσης. Είναι μια έντονη προειδοποίηση για το πώς μια διοίκηση μπορεί να ανατρέψει τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου, καταστρατηγώντας δικαιώματα, ακυρώνοντας προστασίες και παραδίδοντας ανθρώπους σε βασανιστήρια — πίσω από κλειστές πόρτες και χωρίς καμία δημόσια λογοδοσία.