Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντί να επενδύει στην ειρήνη, επιταχύνει τη μετατροπή της σε ένα συγκεντρωτικό στρατιωτικό σύμπλεγμα, με το πρόσχημα της «απειλής» από τη Ρωσία.
Ο Επίτροπος Μεταφορών της ΕΕ, Αποστόλος Τζιτζικώστας, σε πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times (29/7/25), δεν έκρυψε τη στρατιωτική κατεύθυνση των σχεδίων του: 17 δισεκατομμύρια ευρώ προορίζονται για την αναβάθμιση υποδομών, όχι για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών, αλλά για την "ταχεία μεταφορά στρατευμάτων" μέσα στην ήπειρο.
Πρόκειται για μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου που περιλαμβάνει:
-
ανακατασκευή και διεύρυνση γεφυρών ώστε να περνούν άρματα μάχης,
-
επιτάχυνση συνοριακών διαδικασιών για να μη «κολλάνε τα τανκς στα χαρτιά»,
-
δημιουργία στρατιωτικών διαδρόμων σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ,
-
και συνολική υποστήριξη ενός εξοπλιστικού σχεδίου-μαμούθ ύψους 800 δισ. ευρώ, με στόχο την «αμυντική επάρκεια» της ΕΕ.
Ο Τζιτζικώστας δηλώνει χωρίς περιστροφές: «Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην είμαστε έτοιμοι ή να εξαρτόμαστε από άλλους». Πίσω όμως από το λεκτικό της «αυτονομίας» και της «ετοιμότητας», αυτό που προωθείται είναι η κανονικοποίηση της πολεμικής προετοιμασίας, η ενίσχυση της στρατιωτικής βιομηχανίας και η διοχέτευση δημοσίων πόρων σε εξοπλισμούς αντί για κοινωνικές πολιτικές.
Το αφήγημα της στρατιωτικής αναγκαιότητας δομείται πάνω σε προβλέψεις όπως αυτή του νέου ΓΓ του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, που προειδοποιεί για πιθανή ρωσική επίθεση σε κράτος-μέλος έως το 2030. Την ίδια στιγμή, τονίζονται με δραματικό τόνο οι ρωσικές αναβαθμίσεις πυρηνικών εγκαταστάσεων, χωρίς όμως να εξετάζονται οι ευθύνες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην κλιμάκωση της έντασης.
Σε αυτό το κλίμα, η Ευρώπη απομακρύνεται από τις ιδρυτικές της αρχές για ειρήνη και συνεργασία. Το όραμα της ενότητας μετατρέπεται σε ένα δίκτυο στρατιωτικών οδών και τα σύνορα μετατρέπονται σε περάσματα για άρματα μάχης. Οι υποδομές δεν σχεδιάζονται για τη μετακίνηση πολιτών, προσφύγων, φοιτητών ή εργαζομένων, αλλά για την «οριζόντια στρατιωτική κινητικότητα», μια νέα λέξη-κλειδί στην ευρωπαϊκή ορολογία.
Πίσω από τους αριθμούς—17 δισ. για δρόμους του πολέμου, 800 δισ. για στρατιωτικό εξοπλισμό, 5% του ΑΕΠ για άμυνα—βρίσκεται μια βίαιη μετατόπιση πολιτικών προτεραιοτήτων. Τα συστήματα υγείας και πρόνοιας υποχρηματοδοτούνται. Οι κρίσεις ακρίβειας και στέγασης επιδεινώνονται. Η πράσινη μετάβαση καθυστερεί. Και όμως, για τα τανκς, τις γέφυρες και τα πολεμικά σχέδια, «λεφτά υπάρχουν».
Η συζήτηση για τις στρατιωτικές υποδομές δεν είναι τεχνικό ζήτημα. Είναι πολιτική επιλογή. Και είναι επιλογή που βαθαίνει τη σύγκρουση, νομιμοποιεί τη μόνιμη πολεμική προετοιμασία και οδηγεί την ΕΕ σε μια νέα εποχή στρατιωτικοποίησης, παρά τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την ειρήνη, τη δημοκρατία και τις κοινωνικές ανάγκες των λαών της Ευρώπης.
Σε μια εποχή όπου οι κραυγές για εξοπλισμούς πνίγουν τις φωνές για ειρήνη, το ερώτημα παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ: Θέλουμε μια Ευρώπη-φρούριο, με άρματα και πυρηνικές απειλές, ή μια Ευρώπη της κοινωνικής δικαιοσύνης, της διπλωματίας και της ειρηνικής συνύπαρξης;